- Πάρθων
- Πάρθοιthe Parthiansmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρθῶν — παραθέω run beside pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρτάβανος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Υστάσπιδα και αδελφός του Δαρείου Α’. Κυβέρνησε την Περσία κατά την απουσία του Δαρείου στην Ελλάδα. 2. Υρκανός στρατιωτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν αρχηγός των… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… … Hofmann J. Lexicon universale
Κτησιφών — I Αρχαία πόλη της Βαβυλωνίας. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Τίγρη, απέναντι από τη Σελεύκεια. Ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αποτέλεσε προπύργιο των Σελευκιδών εναντίον των Πάρθων. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να κυριεύσουν την πόλη στα… … Dictionary of Greek
Τιγράνης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, ως υποτελής των Αχαιμενιδών. Ο T., διέταξε τον Τιρίβαζο, έναν από τους διοικητές του, να επιτεθεί εναντίον των Ελλήνων, όταν περνούσαν μέσα από την… … Dictionary of Greek
διόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη,… … Dictionary of Greek
Βακτριανή — Ανατολική επαρχία της αρχαίας Περσικής αυτοκρατορίας (σήμερα περιοχή του βόρειου Αφγανιστάν), που ονομάστηκε έτσι από την πρωτεύουσά της Βάκτρα. Αποτελούσε τη δωδέκατη σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και το όνομά της εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
Τιριδάτης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Τ. ο A’. Γιος του Βορόνου B’ και αδελφός του Βολόγασου A’ βασιλιά των Πάρθων (58 67 μ.Χ.). Με τη βοήθεια του αδελφού του, ο Τ. έγινε βασιλιάς της Αρμενίας αφού έδιωξε τον Ίβηρα Ραδάμιστο και κυρίευσε τις πόλεις… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek